- καμπυλογράφος
- ὁόργανο, από ξύλινο ή διαφανές χαρτί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπύλων γραμμών, αλλ. καμπυλόγραμμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + -γραφος (< γράφω), πρβλ. λεξικο-γράφος, παντο-γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.